φιλοφρονητικός

φιλοφρονητικός
-ή, -ό
επίρρ. αυτός που γίνεται από φιλοφρόνηση, κομπλιμεντόζος: Φιλοφρονητικά λόγια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φιλοφρονητικός — friendly masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοφρονητικός — ή, ό / φιλοφρονητικός, ή, όν, ΝΜΑ [φιλοφρονῶ] φιλόφρων νεοελλ. αυτός που γίνεται από φιλοφρόνηση, που εκφράζει φιλοφροσύνη. επίρρ... φιλοφρονητικώς και φιλοφρονητικά Ν με φιλοφρόνηση …   Dictionary of Greek

  • φιλοφρονητικώτερον — φιλοφρονητικός friendly adverbial comp φιλοφρονητικός friendly masc acc comp sg φιλοφρονητικός friendly neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοφρονητικῶν — φιλοφρονητικός friendly fem gen pl φιλοφρονητικός friendly masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοφρονητικόν — φιλοφρονητικός friendly masc acc sg φιλοφρονητικός friendly neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοφρονητικαῖς — φιλοφρονητικός friendly fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοφρονητικῆς — φιλοφρονητικός friendly fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοφρονητική — φιλοφρονητικός friendly fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομπλιμεντόζικος — η, ο [κομπλιμεντόζος] αυτός που γίνεται για κομπλιμέντο, φιλοφρονητικός …   Dictionary of Greek

  • κομπλιμεντόζος — α, ικο αυτός που κάνει κομπλιμέντα, φιλοφρονήσεις, φιλοφρονητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. complimentoso (< complimento)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”